- επιπολαιόρριζος
- ἐπιπολαιόρριζος, -ον (Α)(για φυτά) αυτός που δεν έχει βαθιές ρίζες.[ΕΤΥΜΟΛ. < επιπόλαιος + ρίζα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιπολαιόρριζον — ἐπιπολαιόρριζος masc/fem acc sg ἐπιπολαιόρριζος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπολαιορριζοτέροις — ἐπιπολαιόρριζος masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπολαιορρίζοις — ἐπιπολαιόρριζος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπολαιορρίζων — ἐπιπολαιόρριζος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπολαιόρριζα — ἐπιπολαιόρριζος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)